θαλαμανθή

θαλαμανθή
τα
πρωτόγονα δικοτυλήδονα φυτά, με ανθικά μόρια τοποθετημένα χωριστά σε κυρτή ανθοδόχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + -ανθής (< άνθος), πρβλ. ψυχ-ανθή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”